-
1 θῆσαι
A suckle, Hsch.; elsewh. [voice] Med., suck; Hom. has [tense] pres. inf., ἀλλ' αἰεὶ παρέχουσιν ἐπηετανὸν γάλα θῆσθαι they give milk to suck the year round, Od.4.89: [tense] aor. 1, θήσατο μαζόν he sucked the breast, Il.24.58, cf. Call.Jov.48; part., having sucked,h.Cer.
236;γάλα Call.Sos.
vii.4; but,
См. также в других словарях:
θήσαι — θῆσαι (Α) (απρμφ. αορ. αμάρτυρου ενεστ. *θάω έχουν παραδοθεί μόνο οι τ. θῆσαι, θῆσθαι, θησάμενος) 1. (αμτθ.) πίνω γάλα από τη θηλή, θηλάζω, βυζαίνω (α. «θήσατο μαζόν» θήλασε [από] το στήθος β. «ἀλλ’ αἰεὶ παρέχουσιν ἐπηετανὸν γάλα θῆσθαι» τα… … Dictionary of Greek